Μαρκ και Μπέλα – Ένας έρωτας χαραγμένος στην τέχνη

Πολλά λέγονται για τους καλλιτέχνες και την ασταθή, γεμάτη αναταραχές ζωή τους, τις πρόσκαιρες και συχνά εξαντλητικές ερωτικές σχέσεις τους, από σύντροφο σε σύντροφο, από ερωτική ιστορία σε μια άλλη και ούτω καθεξής…
Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί το ίδιο για τον έρωτα του Μαρκ Σαγκάλ και της γυναίκας του, Μπέλα Ρόζενφελντ. Και ακόμα κι αν το κάνει, θα αποτύχει. Ο τρόπος με τον οποίο μέσα από την τέχνη τους, εκείνος στους πίνακές του και εκείνη στα κείμενά της, ως συγγραφέας, μιλούν ο ένας για τον άλλον, ζουν ο ένας με τον άλλον, θα διαψεύσει τον κακόβουλο που θα μπει σε αυτή τη διαδικασία.
Ήταν διάσημες οι απεικονίσεις των δύο τους να πετούν μαζί, σαν η χαρά τους να είχε τέτοια δύναμη που, τουλάχιστον στους πίνακες εκείνου, αψηφούσε τη βαρύτητα, ένα πραγματικό γλέντι δύο ερωτευμένων, όπως αποτυπώθηκε στα «Γενέθλια» ή στο «Πάνω από την Πόλη».
Και η αλήθεια είναι ότι από την ημέρα που πρωτοσυναντήθηκαν, κάπου στα 1909, ο χρόνος σταμάτησε, τουλάχιστον για αυτούς τους δύο: η Ευρώπη, μεταξύ άλλων, βρισκόταν σε μια περίοδο καλλιτεχνικών αλλαγών, ανάμεσα στην εκπνοή του ιμπρεσιονισμού και την ανάδυση του κυβισμού, αλλά ο Σαγκάλ είχε πιο σημαντικά πράγματα να κάνει, όπως και η Μπέλα. Να μια πρώτη περιγραφή της για τον άντρα, με τον οποίο έζησε μέχρι το τέλος της ζωής της.
«Όταν προλάβεις μια φευγαλέα λάμψη των ματιών του, τότε βλέπεις ότι είναι τόσο μπλε, σαν να έπεσαν κατευθείαν από τον ουρανό στη γη. Ήταν τόσο περίεργα μάτια. Μεγάλα, σε σχήμα αμυγδάλου, και το καθένα έμοιαζε σαν να πλέει μόνο του, σαν μια μικρή βαρκούλα».
Ωστόσο, δεν ένιωθε μόνο εκείνη έτσι. Έγινε η μούσα του Σαγκάλ από την πρώτη στιγμή που την είδε και η μορφή της επανερχόταν στους πίνακές του μέχρι το τέλος. Ήταν διάσημες οι απεικονίσεις των δύο τους να πετούν μαζί, σαν η χαρά τους να είχε τέτοια δύναμη που, τουλάχιστον στους πίνακες εκείνου, αψηφούσε τη βαρύτητα, ένα πραγματικό γλέντι δύο ερωτευμένων, όπως αποτυπώθηκε στα «Γενέθλια» ή στο «Πάνω από την Πόλη». Εκεί, οι δύο τους πετούν πάνω από το Βίτεμπσκ, τη γενέτειρα του Σαγκάλ στη Λευκορωσία, εκστασιασμένοι από τη μαγική τους πτήση. Χρόνια αργότερα, κριτικοί τέχνης και καλλιτέχνες, θα ομολογούν ότι λίγα έργα έχουν αποδώσει τόσο πιστά το συναίσθημα του να είναι δύο άνθρωποι ερωτευμένοι. Έτσι κι αλλιώς, ο Σαγκάλ είχε σπουδαία πράγματα να πει για την ιστορία της τέχνης του 20ου αιώνα. Ο Αντρέ Μπρετόν, είχε γράψει με αφορμή τη δουλειά του, ότι «κάτω από τη δική του επιρροή, η μεταφορά, ο συμβολισμός, έκαναν τη δική τους θεαματική είσοδο στη μοντέρνα ζωγραφική».
Ο Σαγκάλ επέστρεψε στο Βίτεμπσκ το 1914 για να παντρευτεί την Μπέλα, σχεδόν πάνω στο ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι δύο τους μετακόμισαν στην Αγία Πετρούπολη και βρέθηκαν στην καρδιά μιας επαναστατικής εποχής, που λίγο αργότερα και για λίγο θα έκανε τον μοντερνισμό σημαία της, με τον Σαγκάλ σε θέση σημαιοφόρου. Εκείνη τον συμβούλευσε να μην ηγηθεί του καλλιτεχνικού κινήματος σε μια Ρωσία που αγαπούσε μόνο την κρατική τέχνη και να μην αναλάβει τη θέση καθηγητή που το καθεστώς του πρότεινε, όμως εκείνος ονειρευόταν ότι αυτό θα τον οδηγούσε πιο κοντά στο όνειρό του, τη δημιουργία μιας σχολής καλών τεχνών στο Βίτεμπσκ.
Ωστόσο, η Μπέλα, φαίνεται πως είχε δίκιο: πολύ σύντομα η κοινή γνώμη άλλαξε απόψεις σχετικά με το τι θεωρείτο καλή τέχνη για τους προλετάριους και ο Μαρκ αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το σχολείο. Η Ρωσία ήταν πλέον μια αφιλόξενη χώρα για το ζευγάρι. Και για οτιδήποτε ζωντανό και ανοιχτόμυαλο, φυσικά. Εκείνος, η Μπέλα και η 5χρονη τότε κόρη τους, εγκαταλείπουν τη Ρωσία το 1922 για να μην επιστρέψουν ποτέ ξανά. Είναι η εποχή που η Μπέλα θα εγκαταλείψει και κάτι ακόμη: τη συγγραφική της καριέρα για να βοηθήσει τον Σαγκάλ στο νέο ξεκίνημά του. Θα αρχίσει να γράφει και πάλι, λίγα χρόνια πριν τον θάνατό της, και θα αφήσει πίσω της το “Burning Lights”, μια αυτοβιογραφία στην εβραϊκή γλώσσα, στην οποία εξιστορεί τη ζωή της – και μαζί μια ολόκληρη εποχή – στο Βίτεμπσκ. Θα πεθάνει το 1944 από μια λοίμωξη του αναπνευστικού, που σήμερα θα είχε καταπολεμηθεί άμεσα με τη χρήση αντιβιοτικών.