Των Βαΐων – ανάμεσα στην επίγεια και την ουράνια άνοιξη

Των Βαϊων την Άνοιξη, ο ποιητής δεν την βρήκε στους αγρούς, παρά σε μια βαϊφόρο κόκκινη. Στο πανόραμα του λόφου που ο Άγιος Χαράλαμπος ατενίζει το πέλαγος φαντάστηκα στο αρχαίο πεζούλι τη πομπή με τα φοινικόκλαδα και τα στρωμένα ενδύματα κάτω από πατήματα παιδιών δίπλα στο μικρό γαϊδουράκι του Κυρίου. Έψαξα τη βαϊφόρο στους υγρούς μαυρισμένους τοίχους. Και να υπήρχε την έχει καταπιεί η φθορά.
Τοιχογραφίες του 14ου αιώνα παραμένουν με άγρυπνα μάτια στην ερημία τους . Σ΄ αυτή τη φθορά υπάρχει μόνο το δέος του ανθρώπου. Η παλιά πίστη του 8ου αιώνα έχτισε με υπομονή μοναστηράκι που τα ερείπια των κελιών παραμένουν διάσπαρτα στο χώρο.
“Τί εύκρατη που γίνεται η σκέψη όταν τα μπλέ σου βγαίνουν για περίπατο! ” Έτσι συνεχίζει ο ποιητής . “Κι’ ένα πόντο πιό ψηλά να πάτε άνθρωποι, ευχαριστώ θα σας πει ο Θεός.”
Τούτο το ιερό κτίσμα με τους κεκλιμένους ουρανούς των θόλων του περικλείει τον συμβολισμό της ένωσης του κτιστού με το άκτιστο.”Έκκλινεν ουρανούς και κατέβη”, η ελληνική αρχαία γλώσσα και η τέχνη η βυζαντινή του 14ου αιώνα πάσχιζε να σώσει το πνεύμα και τη σάρκινη ύλη του κόσμου. Αυτό μαρτυρούν τα κτίσματα αυτής της περιόδου στις παρυφές και τις βουνοκορφές του Κέρκη. Η πίστη που τα οικοδόμησε πρέσβευε ότι η ζωή η αφιερωμένη στον θείο τρόπο ύπαρξης είναι ζωή ελευθερίας από το χώρο το χρόνο τη φθορά και το θάνατο. Το χώμα, ψηλαφητός θάνατος. Το επέκεινα, αψηλάφητη ελπίδα.
Ο ήλιος χαμήλωσε, συννεφιά στους πέτρινους τρούλους λούζει στο ιλαρό φως την ερημιά του τοπίου, λούζει τη θάλασσα και τη ψυχή του ανθρώπου.