Το 1969, ο Παζολίνι αποφάσισε να μεταφέρει στον κινηματογράφο τον μύθο της Μήδειας, μετατρέποντάς τον σε μια ποιητική ταινία μέσω της έξυπνης χρήσης των εικόνων. Δύο χρόνια νωρίτερα, είχε διασκευάσει το σοφόκλειο δράμα του βασιλιά Οιδίποδα. Εκείνη την εποχή, έκρινε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να παρουσιάσει τον μύθο της γυναίκας που προκαλεί το κακό ως εκδίκηση σε όσους προσπαθούν να την εξαφανίσουν ως άτομο.
Για να αποδώσει την ακινητοποιημένη μεγαλοπρέπεια της Μήδειας, ως φορέα του πρωτόγονου αρχαϊκού κόσμου, επέλεξε τη διάσημη ντίβα της όπερας Μαρία Κάλλας, ενώ για τον ρόλο του Ιάσονα θεώρησε ιδανικό τον αθλητή Giuseppe Gentile. Σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο, η Μήδεια ήταν κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη, που έμαθε τη μαγεία από τη θεία της Κίρκη. Ερωτεύτηκε σφοδρά τον Ιάσονα, βοηθώντας τον με τη μαγική της ικανότητα να αποκτήσει το χρυσόμαλλο δέρας.
Έφτασε στο σημείο να κομματιάσει τον αδελφό της Άψυρτο, για να καθυστερήσει τον Αιήτη που τους ακολουθούσε, σκορπίζοντας τα μέλη του αδελφού της στη θάλασσα, αναγκάζοντας έτσι τον πατέρα της να μείνει πίσω για να μαζέψει τα κομμάτια του παιδιού του. Στην Ιωλκό, αργότερα, ο Ιάσονας την παρακάλεσε να εκδικηθεί τον Πελία, δολοφόνο του πατέρα και αδελφού του.
Η Μήδεια έπεισε τις κόρες του να διαμελίσουν τον πατέρα τους και να τον βράσουν, ισχυριζόμενη ότι θα γινόταν ξανά νέος. Μετά την καταδίωξη του ζευγαριού από τον γιο του Πελία, Άκαστο, το ζευγάρι κατέφυγε στην Κόρινθο, όπου έζησε κάποια χρόνια ευτυχισμένο, αποκτώντας δύο παιδιά, μέχρι τη στιγμή που ο Ιάσονας εγκατέλειψε τη Μήδεια για να παντρευτεί τη Γλαύκη, κόρη του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα.
Τότε η Μήδεια γίνεται η αρχή του κακού, που συμβολικά πεθαίνει για να αναγεννηθεί και να κυριαρχήσει στον σύγχρονο βιομηχανικό κόσμο. Στέλνει δηλητηριασμένο φόρεμα στη Γλαύκη και σκοτώνει τα δύο της παιδιά, ώστε να μην υπάρξει συνέχεια της οικογένειας για τον Ιάσονα. Στη συνέχεια, ανέβηκε σε ένα άρμα που το έσερναν δύο δράκοι για να πάει στην Αθήνα. Εκεί, ενώθηκε με τον Αιγέα και απέκτησε τον Μήδο.
Από τη Μήδεια του Ευριπίδη υπάρχει διαφορά στην παζολινική απόδοση στα σημεία της λογικής αντίληψης για τον κόσμο. Η Μήδεια του Ευριπίδη διδάχτηκε το 431 π.Χ., μια περίοδο κρίσιμη για την Αθήνα, σηματοδοτώντας το τέλος της ακμής και την αρχή της ηθικής παρακμής με τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Σε αυτό το πλαίσιο, στην τραγωδία του Ευριπίδη η κεντρική ηρωίδα παρουσιάζεται να χειρίζεται άψογα την τέχνη του λόγου, φτάνοντας στο επίπεδο του πιο ικανού σοφιστή, ενώ παρουσιάζεται λιγότερο ως μάγισσα και περισσότερο ως μια έξυπνη, δυναμική γυναίκα που χρησιμοποιεί φάρμακα, όπως θα τα έπαιρνε κάποιος σήμερα από το φαρμακείο της γειτονιάς, όχι μαγικά φίλτρα.
Αντίθετα, η Μήδεια του Παζολίνι ανακτά τον αρχέτυπο ρόλο της μάγισσας που αντλεί δύναμη από τον ήλιο ενός πρωτόγονου, αρχαϊκού κόσμου, που δεν έχει διαφθαρεί ακόμη από τις εκφυλιστικές αλλοιώσεις του σύγχρονου αστικού οπορτουνισμού. Εκπροσωπεί πλήρως το όραμα του δημιουργού της για έναν παγκόσμιο πολιτισμό που διασώζει την ιερότητά του στη διατήρηση των παραδόσεων κάθε πρωτόγονου λαού. Αντιτίθεται στην αποξένωση του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος, όπως συμβολίζεται στον χαρακτήρα του οπορτουνιστή Ιάσονα.
Η εξωπραγματική και απόκοσμη εμφάνιση της Κάλλας ήταν ιδανική για να την επιλέξει ο Παζολίνι. Η δική του Μήδεια δεν αγαπά τον λόγο, ούτε θέλει να επιχειρηματολογεί όπως η Μήδεια του Ευριπίδη. Επιλέγει συνειδητά να είναι βάρβαρη, καταφέρνοντας μόνο με το βλέμμα να μεταφέρει όλη την κοσμοθεωρία της για τον κόσμο. Δίνει νόημα στην ύπαρξή της μόνο ως οντότητα, δικαιώνει τη δράση της μόνο με την αυθεντικότητά της. Εκπροσωπεί το άρρητο της θρησκείας, το αιώνιο του μύθου, πριν η ανθρωπότητα δοκιμαστεί από τις συμβάσεις του ιστορικού χρόνου.
Το πρώτο μέρος της ταινίας αφορά την ιστορία της αρπαγής του δέρατος, όταν το ζευγάρι ήταν ευτυχισμένο, πριν επέλθει η φθορά του σύγχρονου δυτικού κόσμου. Η κύρια εξέλιξη της υπόθεσης πραγματοποιείται στο δεύτερο μέρος. Η ιστορία πριν από τον βασικό πυρήνα γυρίστηκε στη Συρία και στην Τουρκία, ενώ η μετέπειτα πλοκή, που αναφέρεται στα γεγονότα της Κορίνθου, κυρίως στην Πίζα. Ιδιαίτερα σημαντικό για την εις βάθος κατανόηση της ταινίας είναι να ερμηνευτεί ο ρόλος των δύο Κενταύρων, του ενός στην αρχή και του άλλου στη μέση της ταινίας.
Ο πρώτος μιλάει στον Ιάσονα όταν ήταν ακόμη παιδί. Πρόκειται για τον Κένταυρο Χείρωνα που τον ανέθρεψε, εξιστορώντας του τα πάντα σχετικά με την αρπαγή του χρυσόμαλλου δέρατος. Εκείνος ο Κένταυρος εκπροσωπεί τον αληθινό, αυθεντικό, αντισυμβατικό κόσμο του συναισθήματος, όταν ακόμη ο μικρός Ιάσονας μπορούσε να αφομοιώσει τα νοήματα εκείνης της πραγματικότητας.
Ο δεύτερος Κένταυρος έχει μια κοσμική μορφή. Αναπαριστά το πεδίο του ωφελιμισμού που εκπροσωπεί ο ώριμος Ιάσονας, λίγο πριν εισέλθει στην Κόρινθο. Έχει πλέον απομακρυνθεί από την ιερότητα του μύθου, λειτουργώντας ατομικά. Η Μήδεια σκοτώνοντας τα παιδιά της αναπαράγει τη βία σε ανθρώπους που θέλουν να την καταστρέψουν. Είναι γυναίκα, είναι βάρβαρη, είναι διαφορετική, άρα καταδικασμένη για την ηγετική αστική τάξη των δυτικών κοινωνιών. Αποκτά ξανά την αρχική δύναμή της μόνο όταν μπορεί να ατενίσει τον ήλιο, σύμβολο της αλήθειας που βρίσκεται στη μαγεία κάθε πρωτόγονου πολιτισμού.
Η θυσία των παιδιών της, ένα μέρος του εαυτού της, είναι αυτό που απορρίπτει ο Παζολίνι, ο οποίος είχε αστική καταγωγή αλλά μαρξιστικές πεποιθήσεις. Σταδιακά εγκαταλείπει τον λόγο και στρέφεται στην εικόνα. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και μετά, ασχολείται ελάχιστα με τη συγγραφή. Πλέον, η κινηματογραφική εικόνα έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, στηριζόμενη στην αλληγορία κάθε μύθου. Ακόμη και ιστορικά γεγονότα παρουσιάζονται από τον σκηνοθέτη με μυθικό μανδύα. Η ποιητική έκφραση δεν προέρχεται από τη λογική της ιταλικής κοινωνίας, αλλά από το αρχέγονο συναίσθημα της Ανατολής.
Η Μήδεια, με τη θυσία των παιδιών της, τερματίζει τη συνέχεια της γενιάς που έπρεπε να εξαφανιστεί, επειδή ενίσχυε την ατομική αντίληψη. Επαναφέρει την ολιστική θεώρηση των κοινωνιών για την ανθρωπότητα, όπου ο λόγος απελευθερώνεται από τα ταξικά συμφέροντα και γίνεται συλλογική συνείδηση. Απορρίπτει τις σκοτεινές περιπλανήσεις στα αδιέξοδα του σύγχρονου κόσμου και βρίσκει στα επιβλητικά τοπία της Ανατολής την αποκατάσταση της ηθικής τάξης, που ο δημιουργός αναζητούσε σε όλο του το έργο, ως μια προσωπική λύτρωση μέσω της συλλογικής κάθαρσης. Με αυτή την ερμηνεία, η Μήδεια ανακτά την χαμένη της δύναμη, γίνεται τόσο ελεύθερη όσο και ο σκηνοθέτης της, και εμείς καλούμαστε να νιώσουμε το ίδιο παρακολουθώντας την ανασύνθεση της Μήδειας μέσα από την οπτική του Παζολίνι.