«Στο μέλλον, όλοι θα κατηγορούν τη δεκαετία του 1980 για όλα τα κοινωνικά προβλήματα, όπως ακριβώς πολλοί στο παρελθόν κατηγορούσαν τη δεκαετία του 1960», δήλωσε πρόσφατα στο βρετανικό περιοδικό The Rake ο Πίτερ Γιορκ, σύμβουλος επιχειρήσεων, συγγραφέας και ειδικός παρατηρητής του στυλ και των πολιτιστικών τάσεων της δεκαετίας του 1980, αναφερόμενος στις «Μεγάλες Εκρήξεις» του νομισματισμού, της απελευθέρωσης των αγορών και του ατομικισμού, που «έχουν διαποτίσει την κουλτούρα έκτοτε». Παραδόξως, σημειώνει στον Guardian ο Σον Ο’ Χέιγκαν, ο Γιορκ δεν ανέφερε μια από τις εξίσου διαρκείς αλλά πιο θετικές «Μεγάλες Εκρήξεις» της δεκαετίας του 1980, την «κουλτούρα του στυλ», που ξεκίνησε σε εκείνη την αμφιλεγόμενη δεκαετία και συνεχίζει να επηρεάζει τη σύγχρονη κουλτούρα με έναν γενικά λιγότερο αρνητικό τρόπο. Αυτή τη στιγμή, μάλιστα, γιορτάζεται με τρεις εκθέσεις στο Λονδίνο.»
Στην Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων (National Portrait Gallery), όπου παρουσιάζεται η έκθεση «The Face Magazine: Culture Shift», οι τοίχοι σε πολλές αίθουσες είναι γεμάτοι από πάνω μέχρι κάτω με φωτογραφίες υψηλής ποιότητας από το περιοδικό Face, το οποίο στο ενημερωτικό δελτίο της έκθεσης περιγράφεται ως «ένα πρωτοποριακό περιοδικό νεανικής κουλτούρας και στυλ, που έχει διαμορφώσει το δημιουργικό και πολιτιστικό τοπίο στη Βρετανία, αλλά και πέρα από αυτήν». Εκτίθενται περισσότερες από 200 εικόνες, δημιουργίες περισσότερων από 80 φωτογράφων. Μερικοί από αυτούς, όπως οι Γιούργκεν Τέλερ και Ντέιβιντ Σιμς, έχουν γίνει έκτοτε διάσημοι σε όλον τον κόσμο, ενώ μερικά από τα πρόσωπα που φωτογράφισαν περιλαμβάνουν μια νεαρή Κέιτ Μος, μια τολμηρή Νένε Τσέρι και τον εκκεντρικό σχεδιαστή μόδας Ζαν Πολ Γκοτιέ. Στην απέναντι όχθη του Τάμεση, η έκθεση της Tate Modern με τίτλο «Leigh Bowery!» τιμά τη ζωή και το έργο της πιο ιδιαίτερης προσωπικότητας που αναδύθηκε ποτέ από τον αλληλένδετο κόσμο της μόδας και της κουλτούρας των κλαμπ της δεκαετίας του 1980, με τα κοστούμια που σχεδίασε ο ίδιος να αποτελούν ίσως την πιο ακραία έκφραση της διαδοχής που παρατηρήθηκε στις περίτεχνα διαμορφωμένες υποκουλτούρες εκείνης της περιόδου.
Εκτός από αυτές τις δύο μεγάλες εκθέσεις με θέμα τη δεκαετία του 1980, μια άλλη, μικρότερη αλλά εξίσου ενδιαφέρουσα, με τίτλο «Outlaws: Fashion Renegades of 80s London», είναι ανοιχτή μέχρι την επόμενη Κυριακή στο Μουσείο Μόδας και Υφασμάτων στο Μπέρμοντζι. Πρόκειται για μια λεπτομερή αναδρομή στην άνθηση της αυτοδημιούργητης δημιουργικότητας, που στηρίζει και τις δύο μεγαλύτερες εκθέσεις, η οποία βοήθησε να διαμορφωθεί αυτό που τότε ήταν γνωστό ως «δεκαετία του στυλ». Παρουσιάζει μια σειρά από ανεξάρτητους σχεδιαστές και στυλίστες μόδας, όπως ο Κρίστοφερ Νέμεθ, η Τζούντι Μπλέιμ και η εταιρεία BodyMap, καθώς και τις πρώτες δημιουργίες πιο καταξιωμένων ονομάτων, όπως ο διάσημος, πλέον, Τζο Γκαλιάνο.
Η επαναξιολόγηση της δεκαετίας του 1980, επιπλέον, θα συνεχιστεί με ταχείς ρυθμούς τον Σεπτέμβριο, όταν το Μουσείο Σχεδιασμού του Λονδίνου θα φιλοξενήσει την έκθεση «Blitz: Το κλαμπ που διαμόρφωσε τη δεκαετία του 1980», η οποία τιμά τον χώρο των αυτοαποκαλούμενων νεορομαντικών Στιβ Στρέιντζ και Ράστι Ιγκαν. Όπως υποστηρίζει με κάποια υπερβολή η ιστοσελίδα τους, «έθεσε τα θεμέλια για το στυλ της δεκαετίας του ’80».
Η νοσταλγική διάθεση των μεγαλύτερων, ο ζήλος των νεότερων
Η συγκέντρωση αυτών των εκθέσεων με θέμα τη δεκαετία του 1980 έχει πυροδοτήσει ένα κύμα συλλογικής αναπόλησης στη γενιά που ενηλικιώθηκε τότε, καθώς και ένα επακόλουθο αίσθημα θαυμασμού και περιέργειας στους σημερινούς νέους που ενδιαφέρονται για το στυλ, γράφει στον Guardian ο Σον Ο’Χέιγκαν. Οι τελευταίοι καταφθάνουν μαζικά για να εξερευνήσουν την έντονη πολιτιστική αλληλεπίδραση μιας εποχής χωρίς ψηφιακά μέσα, μιας εποχής χωρίς smartphones και τα social media – κάτι που πρέπει να τους φαίνεται σχεδόν ακατανόητο. Δεδομένου, επιπλέον, ότι η δεκαετία του 1980 απέχει εξίσου από τη σημερινή εποχή και από τη δεκαετία του 1940, το ερώτημα που προκύπτει είναι «γιατί τώρα» όλες αυτές οι εκθέσεις;
Μια πιθανή απάντηση δίνει ο συγγραφέας και επιμελητής Ικαου Εσουν, ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του ως δημοσιογράφος του «Face». «Το περιοδικό καθόρισε ως έναν βαθμό την τελευταία προ-ψηφιακή περίοδο» λέει στον Guardian. «Είναι μια περίοδος που έχει παγώσει στον χρόνο σχεδόν αποκλειστικά σε ακίνητες εικόνες και λέξεις, που βρίσκεται εκτός της τρέχουσας στιγμής μας, αλλά και κατά κάποιον τρόπο απροσδόκητα κοντά, κυρίως επειδή εξακολουθεί να αντηχεί στη σύγχρονη ποπ κουλτούρα μας. »Ενα από τα πράγματα που αναδεικνύει η έκθεση είναι ο τρόπος με τον οποίο το περιοδικό δόξαζε, και μάλιστα εξομάλυνε, τις έννοιες της ρευστότητας και της ταυτότητας, που σήμερα φαίνονται εντελώς σύγχρονες. Στις σελίδες του επαναπροσδιορίζονταν τα όρια που επικρατούσαν για πάρα πολύ καιρό» εξηγεί. Το περιοδικό The Face εκδόθηκε το 1980 από τον Νικ Λόγκαν, έναν οραματιστή εκδότη που είχε επανασχεδιάσει τη μουσική εφημερίδα NME στις αρχές της δεκαετίας του 1970, και στη συνέχεια, το 1978, δημιούργησε το επιτυχημένο ποπ περιοδικό Smash Hits.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, το “Face” αντανακλούσε και, σε κάποιο βαθμό, ενίσχυε μια ευρύτερη στροφή στα ενδιαφέροντα της ποπ κουλτούρας, η οποία προερχόταν από τη δημιουργία της κουλτούρας των κλαμπ, καθώς και την παράλληλη άνοδο μιας γενιάς ιδιαίτερα ανεξάρτητων σχεδιαστών ρούχων και φιλόδοξων καταναλωτών, που είχαν τη διάθεση να μάθουν περισσότερα για το στυλ, το design, το τι να φορέσουν και σε ποια κλαμπ να διασκεδάσουν.
Ο Σον Ο’Χέιγκαν γράφει στην εφημερίδα “Guardian” ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’90 εργάστηκε και ο ίδιος για ένα μικρό χρονικό διάστημα στο “Face”, όταν το περιοδικό είχε εδραιωθεί ως κριτής της ποπ κουλτούρας σε κάθε τομέα, γράφοντας άρθρα για το trip-hop και τη σκηνή του Μπρίστολ, την αινιγματική Σινέντ Ο’Κόνορ, το σουρεαλιστικό χιούμορ του Βικ Ριβς και του Μπομπ Μόρτιμερ, και την αναγέννηση των U2, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει ξαφνικά την ειλικρίνεια για την ειρωνεία, ανανεώνοντας την εικόνα τους στην περιοδεία τους “Zoo TV Tour”. Θυμάται την έκπληξή του την πρώτη φορά που επισκέφθηκε το γραφείο του “Face” στο “Old Laundry” στο Μέριλμπον και διαπίστωσε ότι το μόνιμο προσωπικό φαινόταν να αποτελείται από περίπου έξι άτομα, τα οποία δούλευαν μέχρι αργά το βράδυ όταν ολοκλήρωναν ένα τεύχος.
Σε αντίθεση με το NME, όπου ο Ο’Χέιγκαν είχε επίσης εργαστεί στο παρελθόν, το Face ήταν ένα περιοδικό όπου ο υπεύθυνος καλλιτεχνικής διεύθυνσης είχε την ίδια σημασία με τον διευθυντή σύνταξης και οι φωτογράφοι ήταν πιο σημαντικοί από τους αρθρογράφους. Σε αυτόν τον θαρραλέο νέο κόσμο, εμφανίστηκαν επίσης οι στυλίστες, μεταφέροντας βαλίτσες με ρούχα σε περίτεχνα θεματικές φωτογραφίσεις. Και ο Λόγκαν κυριαρχούσε στο περιοδικό σαν πνεύμα καθοδήγησης: ήρεμος, απλός και με ένα έμφυτο ταλέντο στην αναγνώριση και την καλλιέργεια νέων ταλέντων, το οποίο φαινόταν να έχει μεταφερθεί σε όλους τους άλλους, στη συντακτική ομάδα και στους υπεύθυνους καλλιτεχνικής διεύθυνσης.
Το πιο εμφανές, δε, εκ των υστέρων, γράφει ο Ο’Χέιγκαν στον Guardian, είναι οι απροσδόκητοι τρόποι με τους οποίους η φιλοσοφία του “φτιάξ’ το μόνος σου”, που τροφοδοτούσε το πανκ στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μεταφέρθηκε στη δεκαετία του 1980. Και τροφοδότησε όχι μόνο την άνοδο του Face, αλλά και την εμφάνιση μιας γενιάς ανεξάρτητων σχεδιαστών ρούχων, των οποίων οι τρελά εφευρετικές δημιουργίες συχνά ακολουθούσαν μια διαδικασία την οποία οι μεταμοντέρνοι θεωρητικοί της ηπειρωτικής Ευρώπης ονόμαζαν “μπρικολάζ”, δηλαδή δημιουργική επαναχρησιμοποίηση όσων ήταν διαθέσιμα.
Η εποχή πριν από την κυριαρχία των εμπορικών σημάτων και των αθλητικών ειδών» λέει στον Guardian ο Μάρτιν Γκριν, συγγραφέας και επιμελητής της έκθεσης «Παράνομοι». «Οι άνθρωποι αποσυναρμολογούσαν και επαναχρησιμοποιούσαν τα ρούχα, χρησιμοποιώντας ό,τι μπορούσαν, από καρφίτσες μέχρι κομμάτια υφάσματος που αγόραζαν σε καταστήματα υφασμάτων στο Σόχο. Τα έκοβαν, τα συναρμολογούσαν ξανά και ίσως τα ζωγράφιζαν με το χέρι. Σκέφτομαι τα απίστευτα δημιουργικά ταλέντα, όπως η Τζούντι Μπλέιμ, σαν το αντίστοιχο του συλλέκτη άχρηστων αντικειμένων στη μόδα. Δημιούργησαν εκκεντρικά ρούχα με ό,τι ήταν οικονομικά προσιτό και διαθέσιμο, από τουρκικά χαλιά μέχρι πετσέτες τσαγιού, ακόμη και σουβέρ μπύρας» εξηγεί ο Γκριν.
Η έκθεση του Μουσείου Μόδας και Κλωστοϋφαντουργίας ρίχνει μια διαφωτιστική ματιά σε μια κοινότητα που επηρεαζόταν έντονα από τον πειραματισμό για τη δημιουργία ανατρεπτικών, προκλητικών και αντισυμβατικών εικόνων – χωρίς να επιδιώκει την καριέρα και το κέρδος. Γι’ αυτό ίσως οι σημερινοί νέοι βρίσκουν τόσο ενδιαφέρουσες αυτές τις αναδρομές της δεκαετίας του 1980, παρατηρεί ο Ο’Χέιγκαν στον Guardian.